- σάματι
- σάματι και σάματις σύνδ., σάμπως: Μου ζητάει χρήματα, σάματι εγώ είμαι πλούσιος. – Σάματις έβρεξε για να γίνουν τα σιτάρια;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σάματι — και σάματις Ν (ως σύνδ.) 1. (σε ερώτηση στην οποία εννοείται ή και αναμένεται αρνητική απάντηση) μήπως, σάμπως («σάματις είμαι εγώ καλύτερη;») 2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης μιας πραγματικής κατάστασης με μια υποθετική) σαν να μην («σάματι να μην… … Dictionary of Greek
σάματι — σά̱ματι , σῆμα sign neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)